Το Χρυσό Ψαλίδι


Κυριακή πρωί κι από νωρίς έχω φαγωθεί να επαναλαμβάνω ως συνεπής παπαγάλος στο Ραφάκι κάθε τέταρτο της ώρας: διάβασε και διάβασε και διάβασε.
βεβαίως είχα φαγωθεί και την Παρασκευή και το Σάββατο, αλλά σιγά!
η απάντηση ήταν "αύριο μαμά!".

σήμερα, μιας και το αύριο μάς τέλειωσε, είχαμε το "σε λίγο"
ή το "το μεσημέρι"
"το απόγευμα"
 κι ακόμα "το βραδάκι, μπορώ;"

φούντωσα κι αγρίεψα, ο παπαγάλος έγινε σειρήνα της πυροσβεστικής κι ακούστηκα μέχρι το διπλανό τετράγωνο:
"ΟΧΙ! θα κάτσεις να διαβάσεις ΤΩΡΑ!"

το Ραφάκι σήκωσε ψηλά το κεφάλι βαθύτατα προσβεβλημένο από τον τόνο της φωνής μου κι εξαφανίστηκε στο δωμάτιο της.
άκουσα να ρωτάει τον πατέρα της σχετικά με κάποιο μοιρογνωμόνιο κι ευχαριστημένη που -επιτέλους- στρώθηκε, έκανα καφέ και κάθησα στο γραφείο, ν' ανοίξω τον υπολογιστή, να χαζέψω τα νέα της ημέρας.

δεν είχα πιεί ούτε τον μισό καφέ και να 'σου την ξανά, φουριόζα και χαμογελαστή να μπαίνει μέσα, δείχνοντας μου τα χέρια της θριαμβευτικά "δες μαμά!".
βλέπω πως φοράει χειμωνιάτικα γάντια αλλά κάτι δεν πάει καλά.
ίσως γιατί κοντεύει Μάιος και κάνει ζέστη; ίσως γιατί τα φοράει σπίτι;
τι είναι λάθος σ' αυτή την εικόνα και δεν το αντιλαμβάνομαι;

όταν όμως με πληροφορεί καταχαρούμενη: δες μαμά, τα έκοψα! αστραπιαία καταλαβαίνω πια όλη την εικόνα, τινάζομαι ξαφνιασμένη και τη ρωτώ με τη φωνή μου ν' ακούγεται μία σκάλα υψηλότερη απ' το κανονικό:

"βρε αγάπη μου, γιατί τα γαντάκια, γιατί;"
"τα 'κοψα και τώρα θα γράφω μ' αυτά!"

υψηλή ραπτική vs διάβασμα = 1-0
......................................

κι αν είπα τίποτα;

ούτε γι' αστείο
φυσικά..