Το πορτοφόλι


έχασα το πορτοφόλι που μου έκανε δώρο η Αγγελική.
έψαχνα μέρες στα μπουφάν, στις τσάντες, στα συρτάρια.. άφαντο.

κοιτούσα στα δωμάτια, στο τραπέζι, στις καρέκλες, στο πιάνο.
πουθενά.

προχτές, σκέφτηκα μήπως έχει πέσει κάτω απ' το κρεββάτι.
έσκυψα να κοιτάξω: μόνο η παλιά φιλενάδα μου η σκόνη ήταν εκεί.
βρήκε ευκαιρία να τρυπώσει σ' ένα σπίτι που έχει πια δύο νοικοκυριά.
κοιτούσα και ξανακοιτούσα κι έτσι όπως ήμουν γονατισμένη, κάθισα στο πάτωμα κι έβαλα τα κλάματα.

έκλαιγα κι έκλαιγα, ξανά και ξανά και δεν ήταν πια για το πορτοφόλι, δε μ' ένοιαζε διόλου το πορτοφόλι.
ήταν γι' αυτό το κενό που όσο περνάνε οι μέρες τόσο βαθαίνει, ήταν γι' αυτές τις φορές που άπλωνα το χέρι να τηλεφωνήσω και ξαφνικά θυμόμουν, ήταν η παιδική κι η εφηβική ηλικία που έθαψα μαζί με τον αδερφό μου (θυμάσαι ρε;)

και κει που έκλαιγα, σαν να 'νιωσα το Ραφάκι: σε μια ίδια στιγμή με είχε αγκαλιάσει σφιχτά.
"μη κλαις έτσι μαμά! δεν κάνει!
δε λέω να μη κλαις, να κλαις! αλλά όχι έτσι! με τέτοια απελπισία!
σε βλέπει ο θείος και στεναχωριέται".

..........................................

φύσηξα τη μύτη μου,
αναστέναξα,
σηκώθηκα,
τίναξα την παλιά φιλενάδα από πάνω μου
και πήγα στην κουζίνα να βάλω καφέ.
........................................

την ίδια μέρα, λίγο αργότερα

βρήκα το πορτοφόλι..