Λόγω αλλεργίας

 σήμερα είμαι σε βαθιά ονειροπόληση. μάλλον λόγω αλλεργίας. αυτά τα γνωστά άσπρα χνούδια που έχουν γεμίσει τον αέρα, βρίσκονται παντού και ο κύριος τόπος συνάντησης είναι η μύτη μου.

παρ' όλα τα ζιρτέκ, είμαι χάλια.

ο αμυντικός μου μηχανισμός, σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις λειτουργεί με δυο τρόπους: στις βαριές περιπτώσεις με βάζει και κοιμάμαι. ώρες ατέλειωτες, μη πω μέρες..
εγώ, που έχω μόνιμα προβλήματα, είτε αυπνίας είτε κακού ύπνου, κοιμάμαι σα μοσχάρι.
ο άλλος τρόπος είναι να με ταξιδεύει, σε χρόνια που ήμουν εντελώς ξένοιαστη.
τότε, δεν το γνώριζα, σήμερα όμως, το βλέπω καθαρά με το κυκλώπειο μάτι της απόστασης.

εκεί λοιπόν που άνοιγα το ντουλάπι να πάρω το σουρωτήρι, διακτινίστικα μεμιάς στα, πόσα? δεκαεφτά, δεκαοχτώ; περίπου..
...............................................................

μπαίνω στο σπίτι και κλείνω την πόρτα πίσω μου. κάνει ζέστη κι αυτή η μπλε ποδιά λες και τραβάει όλες τις ακτίνες του ήλιου πάνω της.
στο σχολικό κόντεψα να σκάσω κι ας καθόμουν δίπλα στο παράθυρο.
αυτός ο καινούριος οδηγός που μας βάλανε, δε με χωνεύει καθόλου.
δεν ξέρω γιατί, εγώ έτσι κι αλλιώς, μια ζωή στον πλανήτη μου είμαι, αλλά αφού μια δυο φορές μου μίλησε με τον χειρότερο τρόπο "κατέβα γρήγορα, άντεεεε", τι λέω μου μίλησε, μου γαύγισε, τώρα, όταν κλείνω την πόρτα του σχολικού, της δίνω μία, μπααααμμμ!!! και τον κάνω να πετιέται από τη θέση του!

ευτυχώς τελειώνει το σχολείο σε λίγο, εκεί που νομίζω πως θα τρελαθώ, μισός μήνας και τέλος!

άλλος ένας σιχαμερός χρόνος και τέλειωσε για πάντα. και μετά?
σηκώνω τους ώμους, ανοίγω την πόρτα του χωλ και μπαίνω στον διάδρομο.
γεμιστά μυρίζουν. σίγουρα η γιαγιά θα έχει κάνει μακαρόνια για μένα, τα γεμιστά δεν μ' αρέσουν καθόλου.
εδώ που τα λέμε, βασικά με μακαρόνια τρέφομαι. με μακαρόνια και με παγωτό.

"μαμά; ήρθα"

μόλις φάμε και ξαπλώσουν όλοι, θα πάω στην Ελένη Κ.
ευκαιρία για κανα-δυο τσιγάρα.
η Ελένη είναι ένα χρόνο μεγαλύτερη μου κι οι δικοί της την αφήνουν να καπνίζει.
εμένα πάλι όχι.
μετά το τσιγάρο, είναι η δοκιμασία της τσίχλας.
μασάω τσίχλες με μανία, να φύγει η μυρωδιά του καπνού από πάνω μου.
και να μυρίσω τσιχλίλα.

η γιαγιά μου έχει μια μύτη, σαν του μυρμηγκοφάγου.
μυρίζει τα πάντα. ΤΑ ΠΑΝΤΑ στην κυριολεξία. είναι ικανή να σου πει τι έχεις βάλει στο στόμα σου δέκα ώρες πριν.

"μαμά; ήρθα"

αδικία είναι μιας και η μάνα μου καπνίζει (και ο παππούς επίσης), να μου κάνει κηρύγματα (η μαμά, ο παππούς ΠΟΤΕ δεν κάνει κήρυγμα) για τις βλαβερές συνέπειες του τσιγάρου.

που στο καλό έχουν πάει όλοι?
η μάνα μου, η γιαγιά, ο παππούς, ο αδερφός μου, ούτε ο Πέτρος δεν ακούγεται, που συνήθως υποδέχεται φωνάζοντας όποιον μπαίνει σπίτι, ούτε ο Μίκυ δε γαυγίζει..

"μαμά; ήρθα"

ούτε καν το φως είναι αναμμένο!
αν και είναι μέρα, ο διάδρομος του σπιτιού μας είναι πάντα σκοτεινός -ίσως γιατί είναι πολυ μακρύς κι εμείς είμαστε στον δεύτερο όροφο- γι' αυτό, πάντα υπάρχει ένα φως αναμμένο.
διασχίζω τον διάδρομο και μπαίνω στην κουζίνα.
και στέκομαι εκεί, εντελώς χαζεμένη.

μια άγνωστη γυναίκα στην κουζίνα μας, με κοιτάει αμίλητη, κρατώντας στο χέρι της ένα μεγάλο ασημένιο, σουρωτήρι, κάτω ακριβώς από το ανοιχτό ντουλάπι της κουζίνας..
......................................