Ο κόσμος λάμπει σαν ένα αστέρι..


ζέστη..
παλιά, γέμιζα σαν μπαταρία όταν καθόμουν στον ήλιο.
μου έκανε καλό, το ένιωθα, μυρμήγκιαζε το δέρμα μου, μαύριζα, έβαζα baby oil και ήμουν μια χαρά.

και στα μαλλιά ακόμα έβαζα baby oil, γυάλιζα σα σαλιγκάρι, φορούσα τα μαύρα γυαλιά, έπαιρνα το βιβλίο, τον ζεστό (πάντα) καφέ, και τα τσιγάρα κι άραζα με τις ώρες.
όχι απαραίτητα στον ήλιο, αλλά σχεδόν πάντα έβρισκα κάποιο δεντράκι όπου καθόμουν στον ίσκιο του διαβάζοντας κατευχαρστημένη.

λίγα χρόνια αργότερα πήγα διακοπές με τον Χρόνη.
φαγωνόμασταν όλες τις μέρες.
εγώ του αραχτού, αυτός της περιπέτειας.
εγώ μ' ένα φακό να διαβάζω το βράδυ μπρούμυτα στη σκηνή μέχρι τις τρεις, αυτός να κοιμάται με το που έπεφτε ο ήλιος.
εγώ να θέλω στην παραλία να υπάρχει κι άλλη μια σκηνούλα, για ασφάλεια βρε αδερφέ, αυτός μας πήγαινε στην απόλυτη ερημιά.

στρατός. στις εξόδους ανεβαίναμε στη μηχανή και βρίσκαμε ερημικές ακρογιαλιές. ή μικρά χωριά ψηλά στο βουνό.
το νησί οχυρωμένο από παντού, όπου και να πήγαινες ο στρατός μπροστά σου. πρασίνιζε ο τόπος.
κι οι κάτοικοι μπουχτισμένοι απ' τους φαντάρους, τους κοιτούσαν αφ' ενός με μισό μάτι, αφ' ετέρου ως φράγκα.
άστα να πάνε εποχή..

η Ελένη στα πρώτα της μπάνια. έβλεπε τη θάλασσα και γαντζωνόταν πάνω μου.
η παραλία τεράστια, ο άνεμος φυσούσε από παντού, Κυκλάδες τι θες..
την έπαιρνα αγκαλιά και μπαίναμε μαζί στα κύματα. δεν της άρεσε καθόλου, περνούσε τα χέρια της γύρω απ' το λαιμό μου να βγούμε έξω.

στα πέντε της κολυμπούσε θαυμάσια. πηγαίναμε στη δεξαμενή, πόσα μέτρα βαθιά! κολυμπούσε χωρίς μπρατσάκια με το κεφαλάκι της έξω απ' το νερό, ίσα ίσα στην επιφάνεια και το λεπτό κορμάκι της να φαίνεται κάθετα καθώς κουνούσε τα ποδαράκια της για να κρατηθεί στην επιφάνεια.

η Ραφαηλία στη θάλασσα. παραλία, άμμος, κουβαδάκια, φτυαράκια, μπρατσάκια.
με το που μπαίνει, μετά από λίγη ώρα θέλει να βγει. είναι ικανή να κάθεται ατέλειωτες ώρες στην παραλία, αλλά δεν της αρέσει καθόλου μέσα στη θάλασσα, στα βαθιά.
πηγαινοέρχεται σηκώνοντας σύννεφα άμμου και ζητώντας χυμό ή πετώντας βότσαλα στον πατέρα της ή λέγοντας "και τώρα τι να κάνω;" για να εισπράξει ένα αφηρημένο "παίξε" από μένα, που ούτε που σηκώνω τα μάτια απ' το βιβλίο.
το ραντάρ μου λέει πως είναι σε ακτίνα τριών μέτρων, κάτω από τη σκιά του δέντρου. αν βγει έστω και δέκα εκατοστά, αμέσως το παίρνω είδηση και χωρίς να σηκώσω ούτε βλέφαρο της φωνάζω "όχι στον ήλιο".

έρχεται.
"μα πως το κάνεις αυτό;"
"όλα τα βλέπω, δεν στο 'χω πει;"
"πως το κάνεις όμως;"
"το κάνω! γι' αυτό ένα σου λέω: πρόσεχε! βλέπω ό,τι κάνεις"
"ό,τι, ό,τι;"
"ό,τι, ό,τι"
"η Δήμητρα τι κάνει τώρα;"
"δε βλέπω τ' άλλα παιδιά. μόνο τα δικά μου βλέπω. τη Δήμητρα τη βλέπει η μαμά της"


φεύγει να το σκεφτεί.

με τον αδερφό μου, μας έφερναν στην ίδια παραλία.
παίζαμε ώρες ατέλειωτες, μια στη θάλασσα, μια έξω. λεπτά μας φαινόντουσαν οι ώρες και φωνάζαμε όταν ερχόταν η ώρα να φύγουμε.
ζούσαμε για τη θάλασσα, όλο τον χειμώνα αυτό ονειρευόμασταν.

μεγαλώνοντας γνωριστήκαμε με παρέες και φύγαμε απ' αυτή την παραλία.
τη βρίσκαμε "παιδική". είχαμε μπει για τα καλά, σε άλλες ηλικίες.
πηγαίναμε στα βράχια και κάναμε βουτιές από ψηλά. βάζαμε στοιχήματα ποιος θα πάει πιο γρήγορα στη σημαδούρα κι ορμούσαμε σα νεαρά δελφίνια σε χρόνους τρελούς. αψηφούσαμε τον κίνδυνο και κάναμε μακροβούτια "ποιος θα κρατήσει πιο πολύ την ανάσα του".

λίγα χρόνια αργότερα, αλλάξαμε πάλι στέκι μπάνιου.
πίναμε πρώτα καφέ βλέποντας τη θάλασσα κάτω μας και μετά παρακινούσαμε ο ένας τον άλλον:
"σήκω, άντε, πάμε"
"καλά μωρέ, κάτσε λιγάκι"

κι υπήρχαν και μέρες όπου μέσα στην απόλυτη βαριεστημάρα, καθόμουν στο καφενείο και κοιτούσα την υπόλοιπη παρέα να κολυμπάει.
ούτε που βουτούσα..

όμως, πολλά μεσημέρια, έπαιρνα τον ζεστό καφέ μου στο θερμός, το βιβλίο, τα τσιγάρα και το baby oil και κατέβαινα στην παραλία.
έβρισκα ένα δεντράκι και άραζα. διάβαζα, κάπνιζα, έπινα τον καφέ μου κι όλη μου η έννοια ήταν με ποιον θα χορέψω το βράδυ.

παλιά, γέμιζα σαν μπαταρία όταν καθόμουν στον ήλιο.
μου έκανε καλό, το ένιωθα, μυρμήγκιαζε το δέρμα μου, μαύριζα, έβαζα baby oil και ήμουν μια χαρά.