Ιστορίες παρκαρίσματος

σάββατο, δώδεκα η ώρα το μεσημέρι στο Παγκράτι.

επί της Υμηττού, μεταξύ δύο αυτοκινήτων, βρίσκεται μια θέση μικρή.

ο Χρόνης, δεν είναι ο Αρχοντας του Παρκαρίσματος, μια χαρά τα καταφέρνει δηλαδή, αλλά αγχώνεται.
εν τω μεταξύ, οι άλλοι οι Σουμάχερ, με το που παρατηρούν το Ν πίσω, κορνάρουν λες κι έχουν πιάσει φωτιά τα μπατζάκια τους.

βλέπω λοιπόν τη θέση και φωνάζω μ' ενθουσιασμό:

-εδώ, εδώ!!
-χωράω;
-χωράς, πως δε χωράς!
-καλά.


πηγαίνει μπροστά και κάνει όπισθεν να μπει στη θέση.
υπενθυμίζω: Σάββατο, δώδεκα η ώρα, Υμηττού, χαμός.

μπαίνει λίγο στραβά.

-στραβά μπήκα.
-δεν πειράζει, ίσιωσε το.


βγαίνει πάλι και αυτή τη φορά, το βάζει εντελώς στραβά. σχεδόν σε σχήμα Τ από τα άλλα. τα άλλα δηλαδή είναι η κάτω γραμμούλα του Τ και εμείς η πάνω.

-καλέ! μήπως μπερδεύτηκες και νομίζεις πως έχεις smart;

καμμία απάντηση.
ξαναβγαίνουμε και περιμένει να σταματήσουν τα επερχόμενα αυτοκίνητα για να ξαναμπούμε.

-μην αγχώνεσαι! δώσ' του! με τον τσαμπουκά σου!!
φωνάζω.

(αυτό είναι εντελώς αστείο, γιατί ο Χρόνης είναι εξαιρετικά χαμηλών τόνων και μακριά από κάθε έννοια τσαμπουκά).

-θες να βγω έξω να σε βοηθήσω;
-όχι. χειρότερα τα κάνεις.
-τώρα με πληγώνεις. δεν πειράζει: αν αγχώνεσαι άσε αυτή τη θέση και πάμε να φύγουμε.


με κοιτάζει

-κι αν βρεις άλλη, να μου γράψεις. κάτσε, βγαίνω να βοηθήσω.

βγαίνω και αρχίζω να φωνάζω:

-έλα, έλα, έλα έχεις χώρο, έλαααα.
στοπ!
έλα πάλι.
μη κοιτάς το σιτροέν, μακριά από σένα είναι, έλααα!
έλα, εδώ είσαι. Στοπ!


και μαγικά τσουπ! παρκάρει μια χαρά.

-αχχχ αν δεν είχες και μένα
τι θα ήσουν στη γη
μπορεί αλήτης να 'σουνα
να 'χες καταστραφεί!


ο Χρόνης χαμογελάει, η Ραφαηλία κοιμάται στο πίσω κάθισμα και η Ελένη στον κόσμο της ως συνήθως.

άντε.
τα καταφέραμε και σήμερα..