Η ρυτίδα


κοίταξα μπροστά μας τη θάλασσα, πήρα βαθιά ανάσα κι έγειρα δίπλα στην Ελένη. ο Χρόνης καθόταν από την άλλη μεριά και το Ραφάκι έσκαβε στα βοτσαλάκια.

αναστέναξα: αχχχ όμορφα είναι. κάνε μου μια χάρη..
Ελένη: τι θες;
έκλεισα τα μάτια: βγάλε μου τη ρυτίδα.
 Χρόνης: της ψυχής;
κατένευσα: της ψυχής βέβαια, γιατί στη μούρη, δεν έχω καμμία!