Μη κοιτάς!


ψώνια στην Αθήνα, σημαίνει παίρνω την Ελένη και κατεβαίνουμε στο εμπορικό κέντρο.
έτσι λέγεται; δεν ξέρω.

πάντως εγώ εννοώ την Αιόλου, τη Μητροπόλεως και τα γύρω δρομάκια, εκεί όπου βρίσκεται η εκκλησία της Αγίας Ειρήνης.

τρελαίνομαι να γυρνώ σ' αυτά τα στενά, ειδικά αργά το απόγευμα, όταν ο καιρός είναι εξαιρετικά καθαρός και εξαιρετικά παγωμένος.

ένα σωρό κόσμος στριφογυρίζει και κοιτάζει τις βιτρίνες, ψωνίζει, γελάει, εκνευρίζεται.
με την Ελένη, έχουμε τριγυρίσει άπειρες φορές εκεί, έχουμε ψωνίσει, έχουμε χαζέψει ασημένια κοσμήματα, ριγέ μπλουζίτσες και στέκες για τα μαλλιά.

ένα τέτοιο παγωμένο απόγευμα λοιπόν, κατεβήκαμε, όχι στο εμπορικό τρίγωνο, αλλά στην Ομόνοια για ελενίσια ψώνια.

η μικρή ήθελε παπούτσια κι εκεί ακριβώς ξέρω χρόνια ένα μαγαζί, που έχει πολύ όμορφα παπούτσια.
τα πιο όμορφα για μένα.
όχι μόνο για μένα, για όλο τον κόσμο.
για όλο τον κόσμο, εκτός από την Ελένη μου, που το ένα της βρωμάει και το άλλο της ξυνίζει.
σημειωτέον, πως το συγκεκριμένο κατάστημα, δεν ειναι τύπου Ομονοίας, κάθε άλλο μάλιστα.

τέλος πάντων, αφού την παρακολούθησα επί μισή ώρα να δοκιμάζει, να κοιτάζει και να απορρίπτει, βαρέθηκα και της είπα:

-έλα, πάμε.
-που πάμε;
-πάμε στα γνωστά μέρη, να χαζέψουμε.
-και τα παπούτσια;
-ασε με καλέ με τα παπούτσια! άμα βρούμε, βρήκαμε!

και βγήκαμε από το μαγαζί.

σουρούπωνε κι έκανε κρύο κι ήταν πολύ όμορφα στ' αλήθεια.

η Ελένη ξεκίνησε να πηγαίνει προς τα πάνω, αλλά την σταμάτησα:

-από δω πάμε, να κόψουμε.
-από που;
-από δω.
-ξέρεις το δρόμο;
-γιατί; βλάχος είμαι να μη τον ξέρω; όλα τα ξέρω εγώ!

και την τράβηξα σ' ένα στενό.

σ' ένα άγνωστο φυσικά στενό, όπου προχωρούσαμε, προχωρούσαμε και δεν ήξερα που πηγαίναμε.

το σκοτάδι ειχε πέσει για τα καλά κι εμείς ήμασταν σε μια άγνωστη περιοχή με πάρα πολλά κινέζικα μαγαζιά και μόνο.
όχι ακριβώς και μόνο: με πάρα πολλά κινέζικα μαγαζιά και "σπίτια".
διάφοροι άντρες περπατούσαν σκυφτοί και μας έριχναν περίεργες ματιές.
αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν, πως οι περισσότεροι ήταν κοντοί. και δεν ήταν κινέζοι.
απλώς ήταν στούμποι.

άρχισα να αισθάνομαι άβολα και να ψιλοφοβάμαι.
αντιθέτως η Ελένη δίπλα μου, είχε ενθουσιαστεί:

-μαμά, κοίτα πως ειναι απο δω. λες κι είμαστε σε άλλη χώρα.
-βρε προχώρα και μη κοιτάς!
-γιατί;
-γιατί έχει η γάτα ένα αυτί! γι' αυτό!
-μα έχεις ξαναβρεθεί σε τέτοιο μέρος;
-αμέ! μια και δυο φορές; καθε μέρα έρχομαι και κάνω κι από 'να μεροκάματο τη φορά!
-αηδίες..
-μη κοιτάς λέμε γιατί εδώ πρώτον, θα μου κλέψουνε το κινητό, δεύτερον θα με σκοτώσουνε και τρίτον θα σε βιάσουνε!
-μ' αρέσει η σειρά αξιολόγησης σου.
-κι εκτός απ' αυτό, βλέπεις πως καταλήγουνε αυτά τα κορίτσια που δε διαβάζουνε, αλλά πάνε συνέχεια στο μολ κι έχουνε μια γλώσσα να!
μη κοιτάς καλέ!!


εν τω μεταξύ, μπροστά μας φάνηκε ένα μαγαζί κανονικό με είδη αλιείας.
μια μεσόκοπη πωλήτρια ήταν όρθια στην πόρτα και χάζευε.
εμάς χάζευε.

διέκοψα το μάθημα της ηθικής και τράβηξα την Ελένη να πάμε κοντά της.
αυτή στεκόταν ένα σκαλί παραπάνω από μας και μας κοιτούσε λες κι ήμασταν το αξιοπερίεργο του δρόμου.
σήκωσα το κεφάλι και τη ρώτησα ευγενικά προς τα που πάνε για το Κέντρο.

μας περιεργάστηκε για λίγο περιφρονητικά -ακόμα αγνοώ το γιατί- και μας πληροφόρησε:

-ίσα πάνω, ίσα, ίσαααα, θα βγείτε στην Αθηνάς. Από κει ξέρετε;
-από κει ξέρουμε, ευχαριστούμε πολύ
.

με βιαστικό βήμα εγώ, περιπάτου η Ελένη και τη μόνιμη επωδό "μη κοιτάς", μετά από ένα τέταρτο βγήκαμε επιτέλους στην Αθηνάς.

μετά, ήταν εύκολο.

εκείνη τη μέρα, δεν ψωνίσαμε.

ίσως κάνα-δυο ζευγάρια κοντά καλτσάκια και λίγα βραχιολάκια.
μια στέκα, ένα μπρελόκ, ένα μικρό ασημένιο περιστέρι.
μια τσαντούλα, ένα μπλουζάκι.
πυτζαμούλες.

πάντως παπούτσια, δεν αγοράσαμε..