Κυριακή ξανά

σύννεφα και κρύο.
σύννεφα που έφταναν μέχρι την επιφάνεια της θάλασσας
και κρύο που πάγωνε,
κρύο που έκανε τα χέρια μου να πονούν και να χάνουν την αίσθηση της αφής.

τα κορίτσια τρέξανε γελώντας στην αμμουδιά
ο Χρόνης πήγε να εξερευνήσει τις μικρές παραλίες στ' αριστερά μας
κι εγώ ανέβηκα στο γύρω-γύρω στην παιδική χαρά και κάθησα ξεπαγιάζοντας πάνω στα σιδερένια κάγκελα.

φρστ - φρστ - φρστ γυρνούσα αργά και χάζευα:
την καμπίνα που αλλάζουν τα καλοκαίρια οι παραθεριστές,
τις κούνιες που κρέμονταν από τις σκουριασμένες αλυσίδες τους,
τα κορίτσια που είχαν σταματήσει πια να τρέχουν κι έμπαιναν στην παιδική
τον Χρόνη που φαινόταν μακριά, σαν ένα ακαθόριστο μπλέ.

φρστ - φρστ - φρστ κι ο μύλος γυρνούσε κι όπως γυρνούσε με ζάλισε και πήδηξα κάτω,
κανείς δεν υπήρχε σήμερα κοντά μας.
τα κορίτσια ανέβηκαν γελώντας στην τσουλήθρα, ήρθε κι ο Χρόνης και καθήσαμε στο παγκάκι.
εγώ τουρτούριζα, άπλωσε το χέρι και μ' αγκάλιασε κι όλα γίναν καλύτερα.

το Ραφάκι προσπαθούσε να κάνει την αναπνοή του να βγαίνει σαν ατμός
η Ελένη μασουλούσε ένα τελευταίο κρουασάν
κι εγώ ανέβηκα στη μικρή τσουλήθρα προς τέρψιν όλων, γιατί μια χαρά ανεβαίνω, αλλά δεν κατεβαίνω ποτέ!

αυτή τη φορά όμως κατέβηκα, προσγειώθηκα στο σκάμμα με την άμμο κι αφού βεβαιώθηκα πως δεν άφησα κανένα κόκκαλο πίσω μου, πήγα πάλι στον μύλο και γύριζα φρστ - φρστ - φρστ

κι όπως γύριζα έγινε άνοιξη, έγινε καλοκαίρι και φθινόπωρο ξανά
και μονομιάς, έπαψα να κρυώνω

κι είχα μπροστά μου μοναχά, την ξύλινη καμπίνα των παραθεριστών,
να φαίνεται γαλάζια και αχνή, πάνω στα γκρίζα βότσαλα της Αναβύσσου.


υγ
η φωτογραφία, όπως πάντα από την Ελένη.