Χτες Κυριακή..

-θέλω κι εγώωω..
-όχι!
-μα γιατίι;
-γιατί είναι επικίνδυνο!
-η Ελένη πως ανέβηκεε;
-η Ελένη είναι μεγάλη. γίνε κι εσύ δεκαοχτώ και μετά, ανέβα και στο Εβερεστ.
-θέλω κι εγώ σας λέω!


η Ελένη από τη θέση του ναυαγοσώστη, κοίταζε από ψηλά όλο τον κόλπο της Αναβύσσου: την αμμουδιά, τη θάλασσα, εμάς κάτω της.
το Ραφάκι πήρε ένα καλάμι κι έγραφε στην άμμο, στεναχωρημένο.
ο Χρόνης έψαχνε να βρει τη φωτογραφική να τραβήξει την Ελένη

έκανε παγωνιά, ο ήλιος είχε πέσει πια, αλλά δε μας έκανε καρδιά να φύγουμε.
ήταν όμορφα έτσι όπως άδειαζε η παραλία κι είχαν μείνει μόνο οι περιπατητές που πήγαιναν μονότονα πάνω-κάτω στο τσιμεντένιο δρομάκι, εκεί ακριβώς που τέλειωνε η αμμουδιά.

το χρώμα της άμμου, γινόταν σκοτεινό κι ένιωθα αυτό το ευπρόσδεκτο που έρχεται όταν αναρρώνεις αργά κι όλα μπαίνουν στη θέση τους,
λες και γλυστράνε σαν πιόνια σε μια μαγική παρτίδα σκάκι.

αναστέναξα ξανά και ξανά και ξανά λες κι αυτός ήταν ο πραγματικός αέρας: η μυρωδιά της θάλασσας
κι ο άλλος που καθημερινά ανάσαινα, ήταν απλά, αυτός της επιβίωσης
και μου 'ρθε στο μυαλό ένα διήγημα που 'χα διαβάσει παλιά, του Μπουκόφσκι πρέπει να 'ταν, όπου μιλούσε για ένα βραδυνό περίπατο στη θάλασσα: μύριζε αλάτι και καβουρντισμένα φιστίκια.

η Ελένη κατέβηκε απ' τον πύργο της, η Ραφαηλία όμως, ήταν ακόμα στεναχωρημένη.
γέλασε η μεγάλη, την πήρε αγκαλιά, τη στριφογύρισε, γέλασε κι η μικρή μαζί της κι έτσι αγκαλιά, πήγανε μέχρι το αυτοκίνητο.

τις έφτασα, άνοιξα την πόρτα, κάθισα στη θέση του συνοδηγού κι έβαλα το mp3 να παίζει
κάθισε κι ο Χρόνης δίπλα μου και ρώτησε:
-έεετοιμες;
-έτοιμες!
απάντησαν γελώντας εν χορώ τα κορίτσια
-πάμε σπίτι, χαμογέλασα κι εγώ
και πήραμε το δρόμο του γυρισμού.
.........................................................

πάνω απ' τα λιμανάκια
περνώντας δίπλα απ' τα παραλιακά, κλειστά ξενοδοχεία
περνώντας απ' το δειλινό στη νύχτα
στο δρόμο του γυρισμού

στο δρόμο για το σπίτι..