Εμείς, του Σαββάτου οι εκδρομείς..


Νεμέα!
όχι Ανάβυσσο ή Σαρωνίδα ή Λαγονήσι, σήμερα Νεμέα.
αρχαία Νεμέα.

ξέχασα να γράψω τραγούδια στο mp3, αλλά δεν ξέχασα τίποτ' άλλο.
όλα τα πήρα: κρουασάν και πατατάκια και λάκτα και νερό κι άλλα κρουασάν και ποτήρια και διάφανη διάθεση και μπόλικη γκρίνια στην Ελένη που ξέχασε τη φωτογραφική.

η εύφορη γη της Νεμέας, έκανε τα μάτια της Ραφαηλίας ν' ανοίξουν διάπλατα και μένα να τραγουδάω δυνατά και παράφωνα:
"ένα χειμωνιάτικο πρωί
έφυγα απ' το σπίτι σαν τρελλή.."
και να θυμάμαι ξαφνικά πως είναι Σάββατο και η Δευτέρα βρίσκεται ακόμα αιώνες μακριά..

έκανε επίσης τον Χρόνη, να οδηγεί το ίδιο προσεκτικά όπως πάντα και την Ελένη να ονειροπολεί στο πίσω κάθισμα, γερμένη στο παράθυρο.

ο ήλιος μια κρυβόταν και μια έβγαινε, αλλά αφού οι σταγόνες της βροχής δεν αποφάσιζαν να πέσουν κι αφού κάναμε την επίσκεψη που είχαμε προγραμματίσει, ξεκινήσαμε για την Παναγιά του Βράχου.

η Παναγιά του Βράχου, κτίστηκε τον 16ο αιώνα, καταστράφηκε το 1770 και το 1821 έγινε καταφύγιο και ορμητήριο των επαναστατών.
βρίσκεται σε υψόμετρο 1050 μέτρων και έχει 100 σκαλιά!

τα κορίτσια χέρι-χέρι ανέβηκαν γοργά όλα τα σκαλιά, πίσω τους ακολουθούσαμε με σιγανότερο ρυθμό οι υπόλοιποι: ο αδερφός μου που είχε έρθει στην εκδρομή παρέα με την κουμπάρα μου, ο Χρόνης κι εγώ.

ανέβαινα τα σκαλιά βλέποντας την πλάτη του Δημήτρη και ξαφνικά δεν ήταν τα σκαλοπάτια της Παναγιάς του Βράχου, ήταν το μονοπάτι για το Ναό της Αφαίας στην Αίγινα
και ξαφνικά δεν ήμουν πια η μεσόκοπη Μαριλένα, αλλά το ανέμελο και χαρούμενο δεκατετράχρονο Μαριλενάκι
κι ήταν ο δεκατριάχρονος Δημήτρης, που γύριζε προς το μέρος μου και φώναζε "έλα! σε πέρασα! πιο γρήγορα, άντε!"
κάνοντας με να νευριάσω και να ψάχνω να βρω κουκουνάρια, να του πετάξω στο υπεροπτικό του κεφάλι.

αλλά, δεν ήμουν πια στο πευκοδάσος και δεν υπήρχαν κουκουνάρια , ούτε φυσικά μου είχε φωνάξει ο αδερφός μου, έτσι, έδωσα μια κι ανέβηκα τα σκαλιά και βρέθηκα μπροστά στο εκκλησάκι, που ήταν χτισμένο μέσα στη σπηλιά του βράχου.

τα κορίτσια είχαν ήδη μπει κι άναβαν κεράκια, ανάψαμε κι εμείς, προσκυνήσαμε και βγήκαμε.
όλο το τοπίο κάτω απλωνόταν και σκέφτηκα κοιτάζοντας το "έτσι κάπως θα ένιωθε ο Νιλς Χόλγκερσεν", έπειτα έστειλα τη Ραφαηλία απέναντι στον βράχο και την τράβηξα φωτογραφία με το κινητό.
...........................................................

στον γυρισμό τα κορίτσια αποκοιμήθηκαν στο πίσω κάθισμα.
το φεγγάρι είχε κιόλας ανατείλει κι ας ήταν ακόμα απόγευμα.
το ράδιο έπαιζε Ain't No Sunshine, ο Χρόνης τραγουδούσε μαζί με τον Bill Withers
And I know, I know, I know, I know, I know,
I know, I know, I know, I know, I know, I know

κι εγώ έβλεπα μπροστά το κόκκινο αυτοκίνητο του αδερφού μου να φεγγοβολά στο γκρίζο της εθνικής.

κι ήταν τότε ακριβώς που αποφάσισα, πως το δεκατέσσερα είναι ο τυχερός μου αριθμός,
κι ήταν τότε ακριβώς που αποφάσισα, πως δεν θα πάψω ν' ανεβαίνω το ανηφορικό μονοπάτι για το Ναό της Αφαίας,
κι ήταν τότε ακριβώς, που συμφιλιώθηκα με την ιδέα, πως ο Δημήτρης πάντα θα μου φώναζε "έλα! σε πέρασα! πιο γρήγορα, άντε!"
κι ήταν τότε ακριβώς, που έπαψε να με θυμώνει πια..
...........................................................

και το φεγγάρι μας ακολουθούσε χαμογελώντας, σ' όλη μας τη διαδρομή
τότε, όπως και τώρα.