H άνοιξη, περαστικιά
απ’ το σπίτι,
έσυρε μια χαρακιά
στο φεγγίτη
απ’ το σπίτι,
έσυρε μια χαρακιά
στο φεγγίτη
κι έκανε το φθινόπωρο να πάει ένα βήμα πιο πέρα.
κρατούσα το χέρι της Ραφαηλίας γυρίζοντας σήμερα από το σχολείο κι ήταν άνοιξη.
ο αέρας που ανασαίναμε, τα κορίτσια με τα κοντομάνικα μακό που περπατούσαν πλάι μας, το χορευτικό βήμα της Ραφαηλίας στο δρόμο, όλα, όλα ήσαν άνοιξη.
αργότερα στο σπίτι, μάλλωσα το μωρό -άδικα
"είσαι Μανουσάκης" μου αντιμίλησε
"τι είμαι;" απόρησα
"Μανουσάκης"
"τ' είν' αυτό;"
"Μανουσάκης και Χίτλερ. αυτό είσαι!"
"ποιος είναι βρε μωρό ο Μανουσάκης;"
"ο αρχηγός των Ιταλών"
μάλιστα.
ο Μουσολίνι-Μανουσάκης και ο Αδόλφος προχώρησαν αγκαζέ και υπενθύμισαν στο εννιάχρονο που χάζευε αντί να τρώει, πως αν δεν τέλειωνε γρήγορα το φαγητό του, θα έβλεπε τι εστί βερύκοκο.
κι όπως προσπαθούσα να κρατήσω τη σοβαρότητα μου, απότομα κατάλαβα, πως μιας και το Ραφάκι μάθαινε για τον πόλεμο και την 28η Οκτωβρίου, το φθινόπωρο είχε μπει πια για τα καλά στη ζωή μας
κι η φωτεινή άνοιξη, περπατώντας ελαφρά
..άδειασε κι εδώ κι εκεί
τόσα δώρα
και σα Mοίρα στοργική
φεύγει τώρα
― στην καλή της ώρα!
(Τέλλος Αγρας)