To πέταγμα

η μεγάλη μου κόρη είναι ψηλή, με μακριά σγουρά μαλλιά και πρασινογάλαζα μάτια.
είναι δεκαεννιά χρονών, έχει σταρένιο δέρμα και ακτινοβόλο χαμόγελο.
είναι όμορφη.
τη λένε Ελένη.

το μεγαλύτερο δώρο που έκανα στην Ελένη, ήταν η παιδική της ηλικία.
ήμουν συνεχώς δίπλα της, τυλίγοντας τη σαν σύννεφο, προλαβαίνοντας κάθε επιθυμία της, χαρίζοντας της ασφάλεια κι αγάπη.

όλα αυτά τα χρόνια είχαμε ένα δεσμό άρρηκτο: ήμουν πάντα εκεί γι' αυτήν κι ήταν πάντα εκεί για μένα.

η μεγάλη μου κόρη ήταν τυχερή: είχε μια μαμά που κάθε μέρα προσπαθούσε για το καλύτερο.
η μεγάλη μου κόρη ήταν τυχερή: είχε μια μαμά, που γελούσε και χαμογελούσε συχνά.
η μεγάλη μου κόρη ήταν τυχερή: είχε μια μαμά, που η καρδιά της ήταν δοσμένη, ολόκληρη, σ' αυτήν.
........................................

εγώ, ποτέ δεν ήθελα να αποκτήσω παιδιά.
δεν υπήρξε ούτε για μια στιγμή στα όνειρα μου, η ευχή μιας οικογένειας.

πιστεύω βαθιά πως αν κάποια στιγμή μου έλεγαν, πως δεν πρόκειται να έχω μωρά στη ζωή μου, δεν θα με απασχολούσε διόλου!
είχα παντελή έλλειψη του μητρικού ενστίκτου.

όταν ήρθε η Ελένη στη ζωή μας, όλα άλλαξαν.
ήταν σαν να μου έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι.
ανέκαθεν είχα μια τάση υπερβολής και προστασίας γι' αυτούς που αγαπούσα, με την Ελένη αυτή η τάση γιγαντώθηκε.
λες και όλη της η ανάσα εξαρτόταν από μένα..

η Ελένη ήταν ένα δύσκολο μωρό.
περνούσε κολλικούς και τις νύχτες έμενε ξύπνια ουρλιάζοντας κατακόκκινη, πονεμένη και θυμωμένη.
την έπαιρνα αγκαλιά και έκανα χιλιόμετρα κουνώντας τη και τραγουδώντας ό,τι μου ερχόταν στο κεφάλι.

όσο την κρατούσα, ηρεμούσε.
μόλις την άφηνα, άρχιζε ξανά και ξανά και ξανά..

έφτασα σ' ένα σημείο όπου με το που ξυπνούσε το μωρό κι άρχιζε το πρώτο κλάμα, να δέχομαι μια γροθιά στο στομάχι, τόσο δυνατή, που διπλωνόμουν από τον πόνο.

ο πατέρας της με έτρεχε στα επείγοντα των νοσοκομείων.
έχω περάσει ατέλειωτες ώρες κάνοντας κάθε είδους εξέταση, για να πάρω τη διάγνωση, πως ήταν το στρες που δημιουργούσε αυτή την κατάσταση.
........................................

με την Ελένη ζούσα την απόλυτη αγάπη, είχα το απόλυτο δέσιμο.
ήταν το παιδί μου και όφειλα να του προσφέρω όχι μόνο αυτά που μπορούσα, αλλά κι αυτά που δεν!

τα χρόνια περνούσαν, το παιδί μεγάλωνε, ήρθε κι η δεύτερη κόρη στη ζωή μας, έχασα τη μητέρα μου (κι αυτό μου στοίχισε πολύ) η Ελένη μπήκε στην εφηβεία.
μια εφηβεία ήρεμη.
σάμπως θα μπορούσε να κάνει κι αλλιώς;
με μια μητέρα στην κατάθλιψη (πένθος για τη δική μου χαμένη, μητέρα) με μια μελαγχολία σ' όλο το σπίτι..

η δεύτερη μου κόρη δεν ήταν τόσο τυχερή.
είναι ξανθή, έχει γαλάζια μάτια κι όλος ο κόσμος φέγγει στο χαμόγελο της.

αλλά είχε μια μαμά, θλιμμένη..
........................................

τα χρόνια περνούσαν, η Ελένη διήνυε ήσυχα τα χρόνια του Γυμνασίου και του Λυκείου, ο δεσμός με την αδερφή της δυνάμωνε, είχαν η μία την άλλη, λάτρευαν κι εξακολουθούν να λατρεύουν η μία την άλλη.

κι όπως περνούσαν τα χρόνια κι έβγαινα εγώ απ' την κατάθλιψη, όλα γίνονταν ευκολότερα: η ζωή τραβούσε το δρόμο της κι αυτός ο δρόμος ήταν πλέον ομαλός, χωρίς πολλές εκπλήξεις.

η Ελένη τέλειωσε το λύκειο, άρχισε να παρακολουθεί κάποια σχολή, άρχισε να εργάζεται.
έγινε πλέον ενήλικος πολίτης.
κι έπρεπε να αφήσει τη φωλιά.
........................................

ο δρόμος που διάλεξε είναι δύσκολος.
ο τρόπος που διάλεξε είναι δύσκολος.

η Ελένη δεν μου μιλάει πια.
μπαίνει σπίτι και χαιρετά "καλημέρα" "καλησπέρα" κι αυτό είναι όλο.

όλους τους προηγούμενους μήνες τσακωνόμασταν.
"ό,τι και να 'μαι" μου φώναξε πριν λίγο καιρό "ένα ξέρω: πως ποτέ δεν θα γίνω σαν εσένα! γιατί εγώ είμαι καλός άνθρωπος"

βλέπω αυτή την όμορφη κοπέλα που κάποτε ήταν το μωρό μου, να φεύγει συγκινητικά βέβαιη πως αυτό που κάνει είναι το σωστό και κάθομαι στην άκρη της γέφυρας, κουνώντας τα πόδια μου, πάνω κάτω, στο χάος.

αλλά η Ελένη, έχει κόψει πλέον τις γέφυρες και γυρισμός δεν υπάρχει.
όσο απομακρύνεται και γίνεται μια φιγούρα θαμπή, τόσο βεβαιώνομαι πως το παιδί που τόσο αγάπησα και αγαπώ, είναι κάτι ξεχωριστό από μένα.

τόσο βεβαιώνομαι, πως αυτός ο άρρηκτος δεσμός, έσπασε διά παντός.
τώρα, είναι μια νέα γυναίκα που στηρίζεται στις δικές της δυνάμεις.
στους φίλους, στον έρωτα, σ' αυτά που μόλις ανακάλυψε και συνεχίζει συνεχώς ν' ανακαλύπτει
........................................

σηκώνομαι απ' τη γέφυρα και γυρίζω πίσω, στο δικό μου κόσμο.
ξεπροβόδισα το παιδί μου και το κοίταζα να απομακρύνεται, μ' αυτή την ατίθαση βεβαιότητα που έχουν τα νιάτα.
ξεπροβόδισα το παιδί μου και το κοίταζα να απομακρύνεται, γυρίζοντας τις πλάτες της σε μένα και γνωρίζοντας κατά βάθος, πως ποτέ δεν θα γίνουν τα πράματα μεταξύ μας, όπως παλιά.
........................................

αλλά μήπως, αυτό δεν είναι το νόημα της ζωής;