σήμερα το πρωί:
"προχώρα! συγκεντρώσου!"
το Ραφάκι με τις πατερίτσες πηγαίνει προς την εξώπορτα ακροβατώντας.
"ο Θεός τα προστατεύει" σκέφτομαι "αν ήτανε στο χέρι της, θα είχε τσακιστεί χίλιες φορές ως τώρα, έτσι που ονειροβατεί συνέχεια".
ετοιμαζόμαστε για το σχολείο.
έχω φορτωθεί την -ασήκωτη- τσάντα και βάζω τα κλειδιά στην εξώπορτα, να ξεκλειδώσω να φύγουμε.
πιάνω το πόμολο και γυρίζω στο Ραφάκι:
"έτοιμη;"
"έτοιμη! να σου πω μαμά, εσύ τι θα κάνεις όταν γυρίσεις σπίτι;"
τι να της πω; πως θα κάνω καφέ, θα δω ταινία στο κρεββάτι και μετά ..αγρανάπαυση;
να ζηλέψει το μωρό;
"μμμμ, δουλειές" μασάω τα λόγια μου
"εγώ ξέρεις τι πιστεύω;"
"με τσάκωσε!" σκέφτομαι
"πιστεύω πως όταν φεύγω και μένεις μόνη, κάνεις μια στροφή, γίνεσαι power ranger και τρέχεις να βοηθήσεις τους ανθρώπους!"
μένω με το χέρι στο πόμολο
"τι κάνω;"
"γίνεσαι power ranger.
και μου το κρατάς κρυφό"
με πιάνουν τα γέλια
"σωστά μωρό μου, σωστά! δε μου λες κι ο μπαμπάς σου, τι κάνει; είναι κι αυτός power ranger;"
"όοοχι! αυτός δουλεύει σε μια εταιρεία και φουσκώνει μπαλόνια!"
"φουσκώνει μπαλόνια; τι τα κάνει τα μπαλόνια;"
"τα δίνει σε σένα για τους καημένους τους ανθρώπους που βοηθάς.."
..............................................................
κι όπως γύριζα σπίτι απ' το σχολείο
-αφού είχα ανεβάσει το Ραφάκι όλα τα σκαλοπάτια μονοκοπανιά, μέχρι την τάξη της,
αφού την είχα τακτοποιήσει: καρέκλα για το σπασμένο ποδαράκι,
την τσάντα ανοιχτή στα δεξιά της, δίπλα στο θρανίο,
το κινητό φορτισμένο για να μπορεί να με πάρει την ώρα της γυμναστικής που θα έμενε μόνη στην αίθουσα "βαριέμαι μαμάαα"
αφού τη φίλησα δυο και τρεις φορές και τη χαιρέτησα "γεια σου μωρό μου, σ' αγαπάω"-
στο δρόμο γελούσα μόνη μου.
πρωί πρωί κι ο κόσμος που με προσπερνούσε με κοιτούσε απορημένα, αλλά δε μ' ένοιαζε διόλου: κανείς τους δεν ήξερε την κρυφή μου δύναμη, κανείς, παρά μόνο το Ραφάκι.
κι αυτό άξιζε τις απορημένες ματιές
άξιζε τη super στολή
άξιζε ακόμα και το μπαλόνι.
αυτό τελικά τα άξιζε,
όλα..
"προχώρα! συγκεντρώσου!"
το Ραφάκι με τις πατερίτσες πηγαίνει προς την εξώπορτα ακροβατώντας.
"ο Θεός τα προστατεύει" σκέφτομαι "αν ήτανε στο χέρι της, θα είχε τσακιστεί χίλιες φορές ως τώρα, έτσι που ονειροβατεί συνέχεια".
ετοιμαζόμαστε για το σχολείο.
έχω φορτωθεί την -ασήκωτη- τσάντα και βάζω τα κλειδιά στην εξώπορτα, να ξεκλειδώσω να φύγουμε.
πιάνω το πόμολο και γυρίζω στο Ραφάκι:
"έτοιμη;"
"έτοιμη! να σου πω μαμά, εσύ τι θα κάνεις όταν γυρίσεις σπίτι;"
τι να της πω; πως θα κάνω καφέ, θα δω ταινία στο κρεββάτι και μετά ..αγρανάπαυση;
να ζηλέψει το μωρό;
"μμμμ, δουλειές" μασάω τα λόγια μου
"εγώ ξέρεις τι πιστεύω;"
"με τσάκωσε!" σκέφτομαι
"πιστεύω πως όταν φεύγω και μένεις μόνη, κάνεις μια στροφή, γίνεσαι power ranger και τρέχεις να βοηθήσεις τους ανθρώπους!"
μένω με το χέρι στο πόμολο
"τι κάνω;"
"γίνεσαι power ranger.
και μου το κρατάς κρυφό"
με πιάνουν τα γέλια
"σωστά μωρό μου, σωστά! δε μου λες κι ο μπαμπάς σου, τι κάνει; είναι κι αυτός power ranger;"
"όοοχι! αυτός δουλεύει σε μια εταιρεία και φουσκώνει μπαλόνια!"
"φουσκώνει μπαλόνια; τι τα κάνει τα μπαλόνια;"
"τα δίνει σε σένα για τους καημένους τους ανθρώπους που βοηθάς.."
..............................................................
κι όπως γύριζα σπίτι απ' το σχολείο
-αφού είχα ανεβάσει το Ραφάκι όλα τα σκαλοπάτια μονοκοπανιά, μέχρι την τάξη της,
αφού την είχα τακτοποιήσει: καρέκλα για το σπασμένο ποδαράκι,
την τσάντα ανοιχτή στα δεξιά της, δίπλα στο θρανίο,
το κινητό φορτισμένο για να μπορεί να με πάρει την ώρα της γυμναστικής που θα έμενε μόνη στην αίθουσα "βαριέμαι μαμάαα"
αφού τη φίλησα δυο και τρεις φορές και τη χαιρέτησα "γεια σου μωρό μου, σ' αγαπάω"-
στο δρόμο γελούσα μόνη μου.
πρωί πρωί κι ο κόσμος που με προσπερνούσε με κοιτούσε απορημένα, αλλά δε μ' ένοιαζε διόλου: κανείς τους δεν ήξερε την κρυφή μου δύναμη, κανείς, παρά μόνο το Ραφάκι.
κι αυτό άξιζε τις απορημένες ματιές
άξιζε τη super στολή
άξιζε ακόμα και το μπαλόνι.
αυτό τελικά τα άξιζε,
όλα..