Ανάβυσσος -κι ένα ποίημα


στην ακρογιαλιά:  καιρό είχαμε..

ο ουρανός, ένα εκτυφλωτικό γαλάζιο
αεροπτεριστές να ίπτανται κάνοντας κάθε είδους ακροβατικά
ζευγάρια να περπατούν χέρι χέρι στην άμμο
και Ραφάκια να πετούν βότσαλα  στη θάλασσα

ανασαίνω
χαμογελώ
κι ανασαίνω ξανά.

το Ραφάκι έρχεται τρέχοντας και σωριάζεται με φόρα κάτω. στα χέρια κρατά βρεμμένη άμμο κι αχιβάδες, να χτίσει κάστρο.
ο Χρόνης δίπλα μας κοιτάζει τη θάλασσα
κι όλα είναι όπως πρέπει
κι όλα γίνονται την ώρα που πρέπει

σωστά..

"παίζουμ' ένα παιχνίδι;" ρωτώ ξαφνικά με έμπνευση
"ναι, ναι μαμά!!" φωνάζει το Ραφάκι ενθουσιασμένο
"ωχ" μουρμουράει ο Χρόνης και τον σκουντάω, τάχα επιτιμητικά.

"λοιπόν, όποιος πει ένα ολόκληρο ποίημα κερδίζει"

"εγώ, εγώ" φωνάζει το Ραφάκι κι αρχίζει ν' απαγγέλει τον ύμνο του Ρήγα Φερραίου.
φυσικά, δεν τον έχουν διδαχθεί ολόκληρο κι έτσι, χάνει.

"αρνάκι άσπρο και παχύ" ξεκινά ο Χρόνης και ..σταματά, γιατί απλά, δεν ξέρει παρακάτω.

"χμφφφ" τους κοιτώ περιφρονητικά "πάλι εγώ θα λάμψω!"
τους ξανακοιτώ περιφρονητικά
"χμφφφ.. θα σας πω τα Ψαρά του Σολωμού"

και ξεκινώ:

"στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη,
περπατώντας η δόξα μονάχη
μελετά τα λαμπρά παλικάρια
και στην κόμη στεφάνι φορεί
γινωμένο από λίγα.."

εκεί ..μένω.
δε θυμάμαι παρακάτω, δε θυμάμαι τίποτα, κενό-κενό-κενό!

ο Χρόνης με κοιτά κοροϊδευτικά
το Ραφάκι έχει σταματήσει να χτίζει το κάστρο και περιμένει
κι εκεί που είναι έτοιμοι κι οι δυο να θριαμβολογήσουν, αίφνης, μου έρχεται η έμπνευση και συνεχίζω με καμάρι:

"γινομένο απ' τα λίγα κουφάρια
που 'χαν μείνει στην έρημη γη"
.........................................

κι απ' τα γέλια τους,
ούτε το κάστρο της Ραφαηλίας χωρούσε τη ντροπή μου

ούτε το στεφάνι του τρόμου που σκέφτηκα
παραφράζοντας το επίγραμμα του Σολωμού

ούτε καν αυτό..