επτά η ώρα το πρωί κοιμήθηκα, επτά η ώρα, όταν όλοι ξυπνούσαν.
πάλι καλά που φέτος δεν έχει Αίγινα..
(το κοκοράκι κικιρικικιιιιι
θα σε ξυπνάει κάθε πρωίιιι)
.............................................
Spike Lee αγάπη μου η σειρά σου σήμερα, μουρμούρισα στις πέντε το χάραμα κι έβαλα να δω barber shop -το λατρεμένο.
μετά διαπίστωσα, πως το λατρεμένο δεν είναι του Spike Lee -όπως ήμουν βέβαιη τόσα χρόνια- αλλά του Tim Story.
κάλλιο αργά παρά ποτέ Timy, ξαναμουρμούρισα και βολεύτηκα καλύτερα στα μαξιλάρια.
.............................................
ώρες μετά στην κουζίνα, βάζοντας καφέ με κινήσεις υπνοβάτη, άνοιξα το παράθυρο του φωταγωγού να μπει αέρας δροσερός -ο φωταγωγός δεν είναι κλειστός αλλά "βλέπει" στον ακάλυπτο. αίφνης το δωμάτιο πλημμύρισε από μια περίεργη μυρωδιά, κάτι σαν κολώνια κουρείου, βαριά κι έντονη.
φώναξα το Ραφάκι:
"Ραφαηλίααα, για έλα δω!"
ήρθε τρέχοντας "τ' είναι μαμά;"
"δε μου λες, σου μυρίζει και σένα κάτι άσχημο; απ' το φωταγωγό έρχεται!"
το Ραφάκι οσφράνθηκε κουνώντας τη μυτούλα σα λαγωνικό
και μετά απεφάνθη: "θα σκέφτεται η αποκάτω.."
.............................................
"βρε Ελενάκι, πάνω σου βασίζομαι τόσα χρόνια! εσύ προσέχεις και μου λες: μαμά, θες αποτρίχωση"
"αχ μαμά μου, μήπως μ' αφήνει καθόλου καιρό η μπέμπα; για να σε δω! μια χαρά είσαι!"
"τι μια χαρά βρε; που μ' αυτό το μουστάκι έχω γίνει ίδιος ο Ζαμπέτας!"
άλα!
.............................................
"Ραφαηλίααα!"
"ναι;"
"τι κάνεις;"
"διαβάζω Μάγκα"
"πάλι μ' αυτό το τηλέφωνο; τ' είναι τούτο πια! διάβασε και κάνα βιβλίο"
"ε, αυτό κάνω. δεν σου είπα διαβάζω το Μάγκα;"
"από που το διαβάζεις;"
"τι από που βρε μαμά; βιβλίο είναι.."
"αααα, εγώ νόμιζα πως διαβάζεις manga που 'χεις κατεβάσει στο τηλέφωνο!"
"εσύ όλο νομίζεις και με αδικείς"
"ναι το καημένο.. το αδικημένο, το φτωχό μου το παιδί.."
.............................................
"καλοκαιράκι έχει η καρδιά μου
και η αγάπη μου καλοκαιράκι" τραγουδούσε η Γιοβάννα όταν ήμουν παιδί
και μολονότι υπήρξε ένα απ' τα τραγούδια που με έκαναν ανέκαθαν να χαμογελώ,
πάντοτε προτιμούσα το φθινόπωρο.
περισσότερο μάλλον "το χειμώνα θα προσμένομε
δίχως πάγους και χιονιές να φοβηθούμε"
παρά "ο κόσμος λάμπει σαν ένα αστέρι
βουνά και κάμποι, δέντρα, νερά"
επιτέλους -σε λίγες μέρες- φθινόπωρο
.............................................
κι έτσι, ο απολογισμός του καλοκαιριού:
δεν κατάφερα να βρεθώ με τους Hibi Chazz-K
όπερ σημαίνει πως δεν παίζω street jazz στους δρόμους
μόνο τον Englishman ακούω, να χαμογελά η καρδιά,
ν' απογειώνεται.
είδα πολλές ταινίες το φετεινό καλοκαίρι
έμαθα καινούρια πράματα απ' αυτές
("άσπρες μούρες, μαύρες μούρες είστε δυο παλιοχαμούρες" από τα Οπωροφόρα της Αθήνας του Παναγιωτόπουλου).
ερωτεύτηκα ξανά τους Χειμερινούς
(τώρα που παντρεύεσαι σου το λέω άλλη μια πως σ' αγαπάω
ρατω ουπ βεντρεσεπα ουσ οτ ολε λια αμι ασπαγαω)
όμως κάθε μέρα, τραγουδάω Ξυδάκη "μένω με τη μάνα μου"
(στο σπίτι μόνος μου γυρνώ
μόνος μου κουβεντιάζω)
και η δική μου η μαμά,
φέτος που έκλεισαν έντεκα χρόνια από τότε που έφυγε
μ' ακούει και μου χαμογελάει από κει που βρίσκεται..
μετά, με μαλλώνει για το "άσπρες μούρες"
αλλά αυτό,
δεν θα το κάνω θέμα!
.............................................
κι έχω μια σπίθα χαράς μέσα μου
και δεν ξέρω γιατί
και δε βρίσκω το λόγο αυτής της ξαφνικής χαράς
της απρόσμενης
μετά θυμάμαι,
πως είναι πια τέλος καλοκαιριού και καταλαβαίνω
ναι
τέλος καλοκαιριού Γιοβάννα μου,
επιτέλους!