αποχαιρετήσαμε τον ουρανό της Αίγινας
-όχι δεν θα πω το "ναι"-
κι ήρθαμε Αθήνα
-χαρά της γης και της αυγής-
Αθήνα ξανά.
φθινόπωρο
ξανά.
το σπίτι μάς καλωσόρισε
σκέψου: χαμογελούσε όλη την Κυριακή.
κι ήταν αυτή η αίσθηση η γνωστή που σε τυλίγει, σε ζεσταίνει, σε κάνει να νοιώθεις καλά.
ήταν το σπίτι μας.
τρεις νύχτες στην Αθήνα.
τρεις νύχτες μακριά απ' την Αίγινα, απ' τον δικό της ουρανό, μακριά απ' τη βεράντα με το σωρό τις πευκοβελόνες, μακριά απ' τα πράσινα φύλλα της λεμονιάς, μακριά απ' τις φωτεινές νύχτες του καλοκαιριού, από τον ύπνο χωρίς όνειρα σχεδόν.
τρεις κιόλας ανάλαφρες νύχτες που κοιμόμουν - ξυπνούσα σε σύντομα χρονικά διαστήματα.
κι είδα το όνειρο:
χτυπούσαν το κουδούνι. πήγα ν' ανοίξω.
μπροστά μου στεκόταν ο Δημήτρης.
τον κοίταξα "πώς ήρθες;" ρώτησα με κομμένη ανάσα "εσύ έχεις φύγει"
φορούσε τζην και σκούρο μπλε πουκάμισο. πιο σκούρο απ' τα μάτια του, το θυμόμουν αυτό το πουκάμισο.
"δεν έφυγα. λάθος ήταν. εδώ είμαι ακόμα" είπε και πέρασε μέσα.
τον ακολούθησα. εκείνος στάθηκε στην πόρτα του μπάνιου και γω πίσω του τον κοιτούσα.
πλησίασα και σήκωσα το πουκάμισο να δω την πλάτη του, ήταν αυτός; ή μήπως έβλεπα όνειρο;
όμως ήταν ίδιος. ίδιος όπως πάντα.
"ώστε λάθος ήταν" ψιθύρισα και μ' αυτή τη φράση, ξύπνησα.
.....................
έξω βρέχει.
πρωτοβρόχια.
θα ξαπλώσω, θα διαβάσω κάποιο φιλαράκι -μάλλον Vian, μάλλον αφρό των ημερών
στα πόδια μου θα έρθει γουργουρίζοντας η Νέλλυ
θα κοιτάξω έξω
σ' ένα ακόμα φθινόπωρο
-ξανά..