να τρέχω, να σκοντάφτω σ' αυτά που θυμάμαι και να πέφτω κάτω απ' τη νοσταλγία
-αυτά είναι τα φθινόπωρα της δικής μου ζωής.
νοσταλγώ ήδη το μέλλον
εκείνα που θα 'ρθουν και τ' άλλα που θα προσπεράσουν·
τις Χριστουγεννιάτικες κορδέλες, το κομμάτι του φτωχού της βασιλόπιτας
το Ραφάκι που μεγαλώνει
το Ραφάκι που κάθε μέρα ανοίγει τα φτερά
τις αλλοτινές Κυριακές στην Ανάβυσσο
τους φίλους που έφυγαν
τα σαρανταπέντε χρόνια της εφηβείας μου
το αγαπημένο πατρικό σπίτι -το σπίτι όλων μας πια
το ανάλαφρο τού χαμόγελου που φέρνουν οι φίλοι
το swing του παλιόφιλου του Django
τον αφρό των ημερών
τα εκκοκκιστήρια β'
το "τώρα"
-τώρα Δημήτρη ξανά πίσω δεν πρέπει να γυρίσουμε
χρέος μας είναι πια να μη γυρίσουμε-
και μιλώ στο δικό μας Δημήτρη λες κι είναι ακόμα εδώ
-όπως μιλώ στη μάνα μου-
και μιλώ για τον δικό μας Δημήτρη στον ενεστώτα
-γιατί στ' αλήθεια είναι ακόμα εδώ-
σκοντάφτω σ' αυτά που θυμάμαι και πέφτω κάτω απ' τη νοσταλγία.
κι όπως ξαπλωμένη είμαι και κοιτώ τον ουρανό
κι όπως στο γαλανό του στριφογυρίζουν
κόσμοι παλιοί που έχουν ήδη φύγει
κι όπως ψιθυριστά "πόσο κρατάει ένα όνειρο, πόσο.."
τραγουδάω
να 'σου την η βροχή η φθινοπωρινή
να πέφτει ανάλαφρα
λες κι είναι ανοιξιάτικη
να 'σου κι ο Χρόνης να έρχεται κρατώντας
μια μαύρη ομπρέλα·
απλώνει το χέρι, με τραβά, με σηκώνει
"όλα καλά;"
κι αγκαλιασμένοι γυρίζουμε σπίτι.
.........................................
να τρέχω, να σκοντάφτω σ' αυτά που θυμάμαι
να πέφτω κάτω απ' τη νοσταλγία
-μέλλοντος, παρελθόντος και παρόντος-
και να 'ρχεται ο Χρόνης πάντα
να με σηκώνει..
αυτά είναι τώρα τα διάφανα φθινόπωρα
της δικής μας ζωής..