καθαρίζω το μπάνιο τρίβοντας, μουρμουρίζοντας και γκρινιάζοντας για τα άλατα του νιπτήρα.
χρησιμοποιώ μια παλιά οδοντόβουρτσα για τις λεπτομέρειες, πράγμα άκρως κουραστικό και εκνευριστικό συνάμα.
στο τσακίρ κέφι, εκεί που αρχίζω να μονολογώ "που 'σουνα νιότη που 'δειχνες.." κλπ, μπαίνει το Ραφάκι.
με κοιτάζει και κάθεται στο χείλος της μπανιέρας για να με καμαρώσει καλύτερα.
με το που τη βλέπω με πιάνει μεγαλύτερη έμπνευση. αναστενάζω και συνεχίζω δυνατότερα:
"κουράστηκα! κουράζομαι μ' όλες τούτες τις δουλειές.. μεγάλωσα πια.. δεν αντέχω άλλο!"
σιωπή απ' τη μεριά της.
αδίκως περιμένω το "μη στεναχωριέσαι, εγώ θα σε βοηθήσω μαμά!".
αντιθέτως, το καμάρι μου δε μιλάει, μόνο με κοιτάζει και μού χαμογελάει.
παίρνοντας θάρρος απ' το αστραποβόλο χαμόγελο της επαναλαμβάνω "γέρασα πια.."
τίποτα!
"γέρασα πια λέω! πόσα χρόνια θα ζήσω ακόμα;"
με κοιτάζει και ρωτά:
"πόσο είσαι;"
"πενηνταεφτά! είμαι κιόλας πενηνταεφτά!"
σκέφτεται λίγο, ξανασκέφτεται και κει που περιμένω το πολυπόθητο "μη σε νοιάζει μαμά, εγώ θα σε βοηθάω από δω και μπρος" ακούω:
"τρία χρονάκια, τα 'χεις ακόμα!"
......................................
το πιο ωραίο;
το έλεγε απολύτως σοβαρά!
τέζα η μανούλα
τέζα..