σ' αυτή τη γη ήρθα, να συναντήσω τον dr Who
ν' ανοίξω την πόρτα του Tardis, να βάλω μέσα την οικογένεια
-δίποδους και τετράποδους-
δυο - τρεις αγαπημένους φίλους
και να την κάνω.
αντί γι' αυτό,
βρήκα τον House και τα vicodin
τους Bergman -Ingmar Ingrid-
και τον Rimbaud
-παράπονο, δεν έχω.
"τι κάνεις μαμά μου;" ρωτάει το Ελενάκι σχεδόν κάθε μέρα
και για μια στιγμή ξεχνώ πως είναι πια κι αυτή μαμά κι έτοιμη είμαι να την συμβουλέψω να ντύνεται καλά πριν βγει έξω, γιατί "στη Σουηδία έχει κρύο πολύ!"
σβήνω αυτό που γράφω και στέλνω καρδούλες κόκκινες, χρωματιστές.
ξεχνώ πως κι η Ραφαηλία έχει μεγαλώσει.
έτσι παραξενεύομαι όταν με σιγοψήνει -εφηβεία- κι αναρωτιέμαι τι τάχα της συμβαίνει.
μετά θυμάμαι "σχεδόν δεκαπέντε" κι απλώνω το χέρι να της χαϊδέψω τα μαλλιά.
"μαμά μου" ανταποκρίνεται αμέσως, σφίγγοντας με στην αγκαλιά της
-παράπονο, δεν έχω.
ο Δημήτρης βρίσκεται πάντα μαζί μας
έμαθα να χαμογελάω πια όταν μιλώ για κείνον, να κρύβω το παράπονο της απουσίας του
-ακόμα κι από μένα.
τα απογεύματα, τούτα τα σκοτεινά, κρύα απογεύματα
παίρνω ένα βιβλίο αγαπημένο -διαβασμένο ίσως ξανά και ξανά-
δυο κούπες καφέ και μια κούπα με πράσινο τσάι
έρχεται η Νέλλυ να ζεσταθεί στην αγκαλιά μου κι εμείς οι κοπέλες, διαβάζουμε.
ώρες μετά, όλο το σπίτι ησυχάζει:
το Ραφάκι κοιμάται στην πάνω κουκέτα
ο Χρόνης δουλεύει στον υπολογιστή
ο Μίκυς -γέρασες μάγκα μου- βλέπει όνειρο πως τρέχει ακόμα σαν κουτάβι·
ο dr Who έχει παρκάρει το Τardis στην ταράτσα
το μεθυσμένο καράβι του Rimbaud ανεβαίνει το δρόμο
η βρεφική κούνια του Baudelaire λικνίζεται σε βαβήλ σκοτεινό·
το μελισσόχορτο έχει αντικαταστήσει τον καφέ και το τσάι
τα παρηγορητικά φώτα των απέναντι μένουν μέχρι το χάραμα ανοιχτά
το μικρό κορίτσι της θάλασσας παίζει πάντα στο βάθος του μυαλού μου
-ω ναι, la petit fille de la mer το soundtrack της ζωής μου τελικά
κι εγώ, ανάμεσα σε όλ' αυτά, να ανασαίνω βαθιά και ήσυχα
εισπνοή - εκπνοή απόλυτα συνειδητά
παράπονο δεν έχω πια
παρά μονάχα
ένα..