Βροχή μου


"βρέχει και στους καταυλισμούς
χορεύουν τα παιδιά"

τραγουδούσε το Ραφάκι εκείνη τη διάφανη Κυριακή έξι χρόνια πριν.
η Ελένη δίπλα της, με το κεφάλι ακουμπισμένο στο μπουφάν και κλειστά τα μάτια αναπολούσε τη ζωή που θα ερχόταν -μια νοσταλγία για ένα μέλλον που ήδη της ανήκε.
ο Χρόνης οδηγούσε με μισοκατεβασμένο παράθυρο, να μπαίνει το χειμωνιάτικο αεράκι να μας ψυχραίνει
κι εγώ χάζευα τους αιωροπτεριστές όπως κολυμπούσαν στον αέρα, πάνω από τα λιμανάκια της Βουλιαγμένης.

"η άνοιξη, περαστικιά
απ’ το σπίτι,
έσυρε μια χαρακιά
στο φεγγίτη"
χόρευε στο  μυαλό μου χτες και "άνοιξη" μονολογούσα "επιτέλους άνοιξη".
χαμογελούσα στον Τέλλο Άγρα, όμως άκουγα ξανά τη μητέρα που "παπατρέχα" με πείραζε για τις προβλέψεις μου τις ανοιξιάτικες.
διαμαρτυρόμουν τότε "ποιος παπατρέχας; μα δες πως ζέστανε ο καιρός!" κι έβγαινα στο μπαλκόνι με κοντομάνικα μπλουζάκια, να τ' αποδείξω..

σήμερα βρέχει.

"βρέχει κι εγώ τυλίχτηκα
σ’ αυτή την αγκαλιά
στα σκουριασμένα σύννεφα, στα φύλλα"

τραγουδάει ακόμα το Ραφάκι και μ' αρέσει πολύ
.......

θα σηκωθώ, θα φτιάξω καφέ
θ' ακούσω τον ήχο της βροχής στα κεραμίδια
θ' αφουγκραστώ το ήσυχο σπίτι
θα χαμογελάσω ξανά στη σκέψη της μητέρας
-"παπατρέχα μου" και μ' αγκάλιαζε και με φιλούσε
όπως ακριβώς αγκαλιάζω και φιλάω εγώ το Ραφάκι σήμερα-

θα βάλω Django
-Limehouse Blues, September Song, Minor Swing

κι ύστερα
ίσως αναπολήσω το μέλλον που θα 'ρθει
έτσι όπως μόνο τα δεκαοχτάχρονα κορίτσια μπορούν να αναπολούν:
με το κεφάλι γερμένο πίσω, ακουμπισμένο σ' ένα μπουφάν διπλωμένο
με μάτια κλειστά
μαλλιά αφηρημένα αφημένα
καθισμένες στο πίσω κάθισμα ενός γαλάζιου αυτοκίνητου που τρέχει
κάποια διάφανη Κυριακή του χειμώνα
μόλις έξι χρονάκια πριν

-δύο λεπτά ακριβώς
από τότε..