κάθομαι στο γραφείο και χαζεύω τα νέα της ημέρας.
τελευταία μέρα του Μαΐου σήμερα, επίσημα καλοκαίρι από αύριο.
θυμάμαι τα καλοκαίρια τα ασπρόμαυρα, πως περιμέναμε να πάμε στην Αίγινα να βρούμε την παρέα, να κολυμπήσουμε στη δεξαμενή, να παίξουμε τάβλι στο El Greco και να χορέψουμε τα βράδυα στο Leo.
"περνάει ο καιρός, πως περνάει" ψιθυρίζω κι εκεί που είμαι έτοιμη να μελαγχολήσω ακούω ενα γκλιν γκλον και τη φωνή της Ραφαηλίας να λέει:
"μαμά, ξέρεις τι σού φέρνω;"
"ωχ!" σκέφτομαι.
σιγά μην έπιασε ο πόνος το Ραφάκι να φέρει ξάφνου κάτι στη μάνα της!
διάλειμμα από το διάβασμα θέλει, που "διάβασμα" στη δική της γλώσσα σημαίνει κάτι άλλο και ουχί αυτό όπου κάποιος κάθεται σ' ένα γραφείο, ανοίγει ένα βιβλίο, συγκεντρώνεται και παύει να υπάρχει ο κόσμος γύρω του.
"μαμά! δες τι σου 'φερα!"
γυρίζω και τη βλέπω να με κοιτάζει μ' ένα θριαμβευτικό χαμόγελο.
"ωχ!" ξανασκέφτομαι: ξέρω καλά αυτό το χαμόγελο!
στέκεται πάνω μου και κρατά στο χέρι της ένα ποτήρι νερό.
"ορίστε!" αφήνει το ποτήρι στο γραφείο και περιμένει την ανταμοιβή της: αγάπη μου! τι καλά που με σκέφτηκες! θες να σηκωθώ να σού κάνω μια τούρτα, ένα παγωτό, ένα πεϊνιρλί, κάτι;
κοιτάζω το ποτήρι και βλέπω πως μέσα έχει ένα κουτάλι της σούπας.
"τ' ειν' αυτό καλέ;"
"νερό! για σένα!"
"και το κουτάλι τι δουλειά έχει μέσα;"
"α, είναι επειδή πέταξες όλα τα καλαμάκια κι είπες "από δω και μπρος τέρμα τα καλαμάκια!"
.................................
εντάξει.
μετά απ' αυτό σίγουρα μού χρειάστηκε το νερό.
όσο για το διάβασμα;
το φάγαμε με το κουτάλι!