Τα πρωινά της Πέμπτης


σήμερα, ήταν η πρώτη μέρα που ξύπνησα και η αλλεργία μου είχε υποχωρήσει σημαντικά.
επίσης σήμερα ήταν η μέρα που θα πήγαιναν τα πρωτάκια στη Γλυφάδα για μια επίσκεψη στις χελώνες καρέτα-καρέτα.
η μέρα που η Ελένη θα έγραφε Βιολογία.
η μέρα που θα έπρεπε να θυμηθώ να μη δώσω γάλα στη Ραφαηλία το πρωί, γιατί θα έμπαινε στο πούλμαν και το πιθανότερο θα ήταν να το εκτοξεύσει στο μπροστινό παιδάκι, μετά από κανα τέταρτο.
η μέρα που θα έπρεπε να βάλω ένα νάυλον διαφανές τραπεζομάντηλο στο εξωτερικό σκοινί του μπαλκονιού, έτσι που οταν η κυρία που καθαρίζει το σπίτι του αποπάνω τινάξει τα χαλάκια του, οι τιναγμένες αηδίες, να μη καταφέρουν να μπουν μέσα από την τέντα και να μη τις καμαρώνω εγώ καθώς θα ίπτανται μεταξύ των πουκαμίσων του Χρόνη και των ασπρόρουχων του σπιτιού.
ήτοι, μια συνηθισμένη Πέμπτη.

προσωπικά είμαι ευγνώμων για κάθε μία συνηθισμένη Πέμπτη, γιατί αυτό σημαίνει πως όλα πάνε μια χαρά.
σχεδόν όλα, αλλά για τα ψιλά, ποιος νοιάζεται;

έτσι, ξύπνησα το πρωί, έβαλα το γάλα της Ραφαηλίας "μαμά, ξέχασες; σήμερα δεν έχει γάλα, θα πάμε στη Χελώνα!!" 
όλη τη βδομάδα η Ραφαηλία αναφέρεται στις χελώνες, σαν να είναι μια θεότητα: Η Χελώνα!
 έβαλα το γάλα της Ελένης
"βρε μαμά, πως θα πιω γάλα; το στομάχι μου έχει γίνει κόμπος απ' το άγχος!" 
"θέλεις ασβέστιο και πως θα πας μ' άδειο στομάχι να γράψεις, δε θές να ψηλώσεις; πιες καλέ που τα σανατόρια είναι γεμάτα!"

σ' αυτό δύο έχω να πω: το πρώτο, πως η αναφορά στα σανατόρια, δε σημαίνει πως έχω διαβάσει πολυ Τόμας Μαν, σημαίνει πως ήταν η μόνιμη επωδός της γιαγιάς μου προς εμένα σ' όλη την παιδική μου ηλικία και μάλιστα πιο συγκεκριμένα: η Σωτηρία γεμάτη είναι.
το δεύτερο, πως η Ελένη ακολουθεί τη μέθοδο του Πάτρικ (όποιος έχει δει Σφουγγαράκη θα με καταλάβει): σε οποιαδήποτε παραίνεση μου, στέκεται μπροστά μου, γέρνει το κεφάλι, κλείνει τα μάτια και κάνει πως κοιμάται όρθια.
αυτή τη φοβερή υπνηλία τη φέρνουν οι συμβουλές μου.
μάλιστα.

τέλος πάντων, προσπάθησα να πείσω τη μικρή να κάνει γρήγορα με το κουλούρι της, να ψήσω τη μεγάλη να πάρει ζακέτα (σιγά που θα 'παιρνε), ήπια καφέ, έβαλα οδοντόκρεμα στην οδοντόβουρτσα της Ελένης και έκανα πως πάω να πλύνω τα δόντια μου, ταχα μου ότι μπερδεύτηκα, και φρίκαρε και τσίριζε "μαμάαα! δική μου είναι αυτή, μηηη" έτσι για να μαθαίνει πως είναι όταν φρικάρει κάποιος.
γιατί την προηγούμενη βδομάδα έκανε τη Ραφαηλία να πιστέψει πως είναι αόρατη!
το μωρό μου της μιλούσε, την έπιανε, τη φώναζε κι αυτή τίποτα! λες και δεν υπήρχε το Ραφάκι!
κι ήρθε φρικαρισμένο το παιδί "μαμά, εσύ με βλέπεις;" κι έτσι της το χρωστούσα.

μετά ήρθε η ώρα "πάμε στη ντουλάπα και διαλέγουμε τι θα φορέσουμε σήμερα".
το έργο είναι πως εγώ βγάζω τα ρούχα της ημέρας, η Ραφαηλία στραβώνει, εγώ κάνω πως δε βλέπω το στράβωμα, αυτή κάνει μούτρα, εγώ τη ντύνω και πάει λέγοντας.
αν την άφηνα, θα φορούσε φουστίτσες και φορεματάκια σ' όοολη τη διάρκεια του χρόνου.
έχουμε και τα παραδείγματα:

"η Αννούλα, γιατί φοράει;"
"η Αννούλα ας φοράει. εσύ δεν θα φορέσεις"
"γιατί;"
"γιατί κάνει κρύο"
"εγώ δεν κρυώνω"
"εγώ κρυώνω"
"εσύ να μη φορέσεις. εγώ που δεν κρυώνω θα φορέσω"
"κοίτα, μη μου σπας τα νεύρα! δεν θα βάλεις και τέρμα. και κρύο να μην έχει, δε θα μου κάνεις τη μανταμίτσα στο σχολείο!"
"η Αννούλα κάνει τη μανταμίτσα;"
"δεν ξέρω τι κάνει η Αννούλα και δε με νοιάζει. έλα να τελειώνουμε πια!"


η Ελένη χειμώνα - καλοκαίρι ντύνεται λες και ζει στην Καραιβική.
ε, δεν θα πεθάνω και γι' αυτό. μετά από καυγάδες καυγάδων, αποφάσισα να την αφήσω ήσυχη. τουλάχιστον φοράει πάντα παντελόνι. για τα ξεμανίκωτα, ας κάνω τα στραβά μάτια.

έτοιμες πια μπαίνουμε στο ασανσέρ. σε κανονικές συνθήκες η Ελένη περνάει από το δημοτικό, αφήνει τη Ραφαηλία (πάντα βρίσκεται εκεί μια από τις στενές μου φίλες και ένας φίλος μπαμπάς που πάει αξημέρωτα) και συνεχίζει για το λύκειο.
όμως, τώρα με τα διαγωνίσματα, πηγαίνω εγώ το Ραφάκι μου.

βγαίνουμε από την πολυκατοικία, προχωράμε λίγο και φιλάω την Ελένη "γεια σου μωρό μου και καλή επιτυχία" η Ελένη φιλάει εμάς "γεια σου μαμά, γεια σου αγάπη μου" φιλιόμαστε λες κι έχουμε να βρεθούμε τουλάχιστον μια βδομάδα και χωρίζουμε.

το δημοτικό απέχει πέντε λεπτά από το σπίτι. στο πεζοδρόμιο πολλά παιδιά πηγαίνουν για το σχολείο.
Η Ραφαηλία μου κρατάει το χέρι και ρωτάει για τη Χελώνα.

"μαμά θα μας αφήσουν να την πιάσουμε; συννενοήθηκα με τη Δήμητρα, όταν πηγαίνουμε θα καθήσει αυτή στο παράθυρο κι όταν γυρίζουμε εγώ. μαμά να μη πιω καθόλου νερό, ε; μη κάνω εμετό, ε;"
 
και μιλάει ακατάπαυστα, ενθουσιασμένη με την όλη φάση. και μας ακούει όλος ο κόσμος γιατί η φωνή της Ραφαηλίας εκτός του ότι είναι δυνατή, είναι και διαπεραστική!

και φτάνουμε στο σχολείο.
μπαίνουμε και βλέπουμε πρώτη πρώτη την Αννούλα με τη γιαγιά της. φυσικά η Αννούλα φοράει φούστα, κοντομάνικη μπλούζα και παπούτσια μπαλαρίνας.
κι η Ραφαηλία δίπλα μου αφού στέκεται και την κοιτάζει για μισό λεπτό αμίλητη, μετά, γυρίζει σε μένα και φωνάζει:
"Μαμά, κοίτα τι φοράει! Σα μανταμίτσα δεν είναι;"

είμαι απόλυτα ευγνώμων για τη μονοτονία της κάθε Πέμπτης.
αυτό σημαίνει πως όλα πάνε καλά.
σχεδόν όλα, αλλά για τα ψιλά, ποιος νοιάζεται;