Εσείς, τον Manolo τον ξέρετε;



ερωτεύτηκα ένα ζευγάρι παπούτσια.
ένα ζευγάρι, απ' αυτά που βλέπουμε συνήθως στις ταινίες να τα φορούν οι καθολικοί καλόγεροι και που άνθρωποι ελαφρώς βιδάτοι όπως εγώ, παύουν να παρακολουθούν την υπόθεση της ταινίας και χαζεύουν τα καλογερικά σανδάλια.

τα είδα στη βιτρίνα να μου χαμογελούν αργά το βράδυ και την άλλη μέρα το πρωί, ακριβώς την ώρα που άνοιγε το μαγαζί, ήμουν εκεί και τα κοίταζα με τη λαχτάρα που κοιτάζει συνήθως ο φανατισμένος πιτσιρικάς το καινούριο game boy που μόλις βγήκε.

"αυτά!" είπα στον σαστισμένο καταστηματάρχη μόλις μπήκα μετά τη βιαστική μου "καλημέρα" και του τα έδειξα ανυπόμονα,
"νούμερο;"
"μάλλον τριανταοχτώ"
"ορίστε. είναι yoshino ξέρετε"
"βρε δεν 'πα να 'ναι και Jose Cuervo" είπα μέσα μου κι έσκυψα να τα δοκιμάσω.
μεγάλα..
"θα μου δώσετε το τριανταεφτά;" ρώτησα με την απελπισία να μου χρωματίζει ήδη τη φωνή, γιατί, ενστικτωδώς το ήξερα: τριανταεφτά, δεν θα υπήρχε!

"τριανταεφτά, δεν υπάρχει"
"καθόλου; είστε σίγουρος;" η φωνή μου ανέβηκε δυο τόνους ψηλότερα απ' το κανονικό.
σε λίγο θα ακουγόμουν σαν κόκορας.
"αυτό είναι το τελευταίο ζευγάρι. δεν σας κάνει σίγουρα;"
"για να το ξαναδώ.."

τα φόρεσα κι έκανα δοκιμαστικά μερικά βήματα στο μαγαζί.
όπως περπατούσα, από πίσω έβγαιναν.
φαινόταν πρώτα η φτέρνα μου και μετά ακολουθούσε το παπούτσι.

"μεγάλα είναι" είπα θλιμμένα.
"καλά, μη στεναχωριέστε. τόσα παπούτσια έχουμε. ρίξτε μια ματιά μήπως βρείτε κάτι άλλο.."

για να μη του χαλάσω το χατήρι, πήγα στα ράφια και περιέργαστηκα τα ..εκθέματα.
ωραία ήσαν, αλλά σαν τα σανδάλια μου, κανένα.

αμήχανα πήρα ένα ζευγάρι και τα εξέτασα προσεκτικά:
"μμμ, αυτά συμπαθητικά φαίνονται"
"είναι Jose Saenz"
"να σας πω, μη μου λέτε μάρκες, έχω παντελή άγνοια.
από παπούτσια μόνο τα Blanco γνωρίζω, κι αυτά, γιατί έχει λυσσάξει ν' αγοράσει η κόρη μου"
"ποια;"
"τα Manolo Blanco, τα ξέρετε;"
"ααα, αυτά παίζουν σ' άλλη κατηγορία. θα τα βρείτε στου ... "
(ούτε που θυμάμαι που μου είπε ο άνθρωπος)
"ούτε να τα βρω, ούτε να τα χάσω θέλω. εγώ, τα καφέ σανδαλάκια ερωτεύτηκα, αυτά πάνε όμως.."
.......................................................

το μεσημέρι γύρισε η Ελένη απ' τη δουλειά.
"βρε Ελενάκι" παραπονέθηκα "δεν τα βρήκα τα παπουτσάκια που είδαμε χτες"
"δεν πειράζει μαμά, θα πάρεις άλλα, καλύτερα"
είπε η σοφή μου κόρη και πήγε στο μπάνιο να πλύνει τα χέρια της.

την ακολούθησα
"όμως, ο καταστηματάρχης (ευγενέστατος κύριος) μου είπε για ένα μαγαζί που έχει τα Manolo Blanco που θέλεις"
"τα ποια;"
"τα Manolo Blanco"
"έτσι τα είπες;"
"ναι, γιατί; πως να τα πω; οι ακριβές αηδίες που θέλει η κόρη μου;"
"βρε μαμά! Manolo Blahnik λέγονται!"
"τι λες;! κανονίστε κι εσύ κι ο Μανόλος, μιας και δεν τα λέω καλά, να μου κόψετε το επίδομα!"
.......................................................

μισή ώρα αργότερα, έτρωγε το μωρό μου και καθόμουν κοντά να της κάνω παρέα.
"ωραίο το φαί αγάπη μου;"
"τέλειο μαμά" χαμογέλασε, μη μου χαλάσει το χατήρι
"α! και μη το ξεχάσω: στο μαγαζί που πήγα το πρωί, είχαν ωραιότατα παπούτσια.
αντί να πας να δώσεις ένα σκασμό λεφτά γι' αυτά τα Manolo Bianko.."
"αμάν πια βρε μαμά! έχεις μπερδέψει μια το Μπλάνκο που σβύνουν, μια το Ομίνο Μπιάνκο για τα ρούχα, μάθε να το λες σωστά επιτέλους!"
"για να σου πω! όπως θέλω θα το λέω: και μπλάνκο και μπιάνκο και σκατάνκο!
βαρέθηκα!!"
.....................................................

τελικά τα ρημάδια, ούτε που έμαθα πως τα λένε.
λες κι έχουν ένα blanco που μου σβύνει την (κατά την Ελένη χρυσοψαρίσια) μνήμη μου.

παπούτσια πάντως πήρα (τα βλέπετε στη φωτογραφία, πάνω)
και είναι και Jose Cuervo παρακαλώ!
λάθος: Jose Saenz είναι.

έμαθα επίσης, πως τα παπούτσια αυτού του είδους, λέγονται "σανδάλια"
(εγώ, ως "πέδιλα" τα ήξερα)
έμαθα κι άλλα για τα μυστήρια των ονομάτων
(δε λέγεται Τσακίρης-Μαλέας, αλλά Τσακίρης-Μαλλάς)

κι έμαθα τέλος, πως διόλου δε με νοιάζει, ούτε πως τα λένε τα παπούτσια, ούτε ποίου είναι, αρκεί να μ' αρέσουν και να με πηγαίνουν παντού!

λάθος.
αυτό δεν το έμαθα.

αυτό το ήξερα πάντα..