Ο χτεσινός Μάιος


αυτός ο Μάιος ο βαρύς, που μοιάζει περισσότερο χειμώνας.

το σπίτι, είναι το καταφύγιο μου.
ο Django, o Παυλάκης
και η μνήμη μου.

από χτες ένας αέρας..
θυμίζει Αύγουστο σε νησί, όταν αρχίζουν τα μελτέμια.

χτες με τη Νίκη, ήμασταν οι μόνες με κοντομάνικα.
όλοι φορούσαν ζακέτες, ελαφριά πουλόβερ ή ανοιξιάτικα μπουφάν -κρύωνα.
μουρμούριζα πως θα αρρωστήσουμε και θα κρεββατωθούμε· όμως παρ' όλο το κρύο περνούσα καλά
-κι είχα στ' αλήθεια, πολύ καιρό να περάσω καλά.

αργότερα, όταν γύρισα σπίτι, το Ραφάκι έκανε πως διαβάζει
ο Χρόνης διάβαζε κι αυτός κι εγώ λόγω αέρα, αποφάσισα να μη πάρω ζιρτέκ· ήλπιζα πως τη γύρη, την πήρε και τη σήκωσε ψηλά, σ' άλλο πλανήτη ίσως.

λίγη ώρα αφού κοιμήθηκα, μ' έπιασε ξανά αυτός ο βήχας ο αλλεργικός.
σηκώθηκα γκρινιάζοντας και πήρα το ρημαδοζιρτέκ -η επανάσταση μου είχε αποτύχει πλήρως.

κοιμήθηκα ξανά.

προς τα χαράματα ξύπνησα πάλι.
το σπίτι ήταν ήσυχο: αν αφουγκραζόσουν το άκουγες να ανασαίνει.
ο αέρας είχε κοπάσει, έκανε όμως κρύο λες κι ήταν Οκτώβριος.

κι αίφνης θυμήθηκα τον Bukowski και μια δική του περιγραφή. κι ήταν απόλυτα ζωντανή αυτή η περιγραφή, αν κι είχαν περάσει σχεδόν χρόνια σαράντα από τότε που την είχα πρωτοδιαβάσει.
μιλούσε για μια βραδυνή βόλτα σε κάποια παραλία. έκανε κρύο κι εκείνος περπατούσε τρώγοντας φιστίκια καβουρδισμένα.

τράβηξα το σκέπασμα σχεδόν πάνω απ' το κεφάλι μου κι αποκοιμήθηκα.

τελικά, δεν αρρωστήσαμε. ούτε η Νίκη, ούτε εγώ.
αν και θα ήμουν πιο άνετα με ένα μπουφανάκι βαμβακερό, με βαθιές τσέπες και κουκούλα
μαύρο ή γκρίζο ή έστω μπλε.

γύρω μας, όλοι φορούσαν ζακέτες, ελαφριά πουλόβερ ή ανοιξιάτικα μπουφάν
-κρύωνα
και δεν είχα καν τα καβουρδισμένα φιστίκια του παλιόφιλου του Charles να μασουλήσω.

είχα όμως τη Νίκη, που υπέμενε τη γκρίνια μου
και δες! παρ' όλο το κρύο

εγώ, περνούσα καλά!